υποβιβάζω

υποβιβάζω
ὑποβιβάζω ΝΜΑ
1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω
2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, τού αποδίδω κατώτερη αξία
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τόν υποβίβασαν από τμηματάρχη σε εισηγητή»)
2. βάζω σε κατώτερη μοίρα, ταπεινώνω («μέ υποβιβάζετε κύριε συνάδελφε!»)
αρχ.
1. (σχετικά με φάρμακο) εκβάλλω προς τα κάτω, κενώνω με καθαρτικό («ὑποβιβάζειν τὰ χολώδη», Διοσκ.)
2. μεσ. ὑποβιβάζομαι
(για άλογο) λυγίζω τα γόνατα, χαμηλώνω για να ανέβει ο αναβάτης
3. παθ. (για σειρά αριθμών) βρίσκομαι σε καθοδική πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + βιβάζω «προχωρώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποβιβάζω — draw pres subj act 1st sg ὑποβιβάζω draw pres ind act 1st sg ὑποβιβάζω draw pres subj act 1st sg ὑποβιβάζω draw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβιβάζω — υποβιβάζω, υποβίβασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποβιβάζω — υποβίβασα, υποβιβάστηκα, υποβιβασμένος 1. φέρνω κάτι χαμηλότερα, κατεβάζω, χαμηλώνω. 2. μτφ., κάνω κάποιον (ή κάτι) να μειωθεί υλικά ή ηθικά (σε τιμή, αξία, ιεραρχική σειρά), ελαττώνω, λιγοστεύω: Υποβιβάστηκε η τιμή της φράουλας. – Τον υποβίβασαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποβιβαζομένων — ὑποβιβάζω draw pres part mp fem gen pl ὑποβιβάζω draw pres part mp masc/neut gen pl ὑποβιβάζω draw pres part mp fem gen pl ὑποβιβάζω draw pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβιβαζόμενον — ὑποβιβάζω draw pres part mp masc acc sg ὑποβιβάζω draw pres part mp neut nom/voc/acc sg ὑποβιβάζω draw pres part mp masc acc sg ὑποβιβάζω draw pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβιβάζει — ὑποβιβάζω draw pres ind mp 2nd sg ὑποβιβάζω draw pres ind act 3rd sg ὑποβιβάζω draw pres ind mp 2nd sg ὑποβιβάζω draw pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβιβάζον — ὑποβιβάζω draw pres part act masc voc sg ὑποβιβάζω draw pres part act neut nom/voc/acc sg ὑποβιβάζω draw pres part act masc voc sg ὑποβιβάζω draw pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβιβάζουσι — ὑποβιβάζω draw pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβιβάζω draw pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ὑποβιβάζω draw pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβιβάζω draw pres ind act 3rd pl (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβιβάζουσιν — ὑποβιβάζω draw pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβιβάζω draw pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ὑποβιβάζω draw pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβιβάζω draw pres ind act 3rd pl (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβιβαζομένην — ὑποβιβάζω draw pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ὑποβιβάζω draw pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”