- υποβιβάζω
- ὑποβιβάζω ΝΜΑ1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, τού αποδίδω κατώτερη αξίανεοελλ.1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τόν υποβίβασαν από τμηματάρχη σε εισηγητή»)2. βάζω σε κατώτερη μοίρα, ταπεινώνω («μέ υποβιβάζετε κύριε συνάδελφε!»)αρχ.1. (σχετικά με φάρμακο) εκβάλλω προς τα κάτω, κενώνω με καθαρτικό («ὑποβιβάζειν τὰ χολώδη», Διοσκ.)2. μεσ. ὑποβιβάζομαι(για άλογο) λυγίζω τα γόνατα, χαμηλώνω για να ανέβει ο αναβάτης3. παθ. (για σειρά αριθμών) βρίσκομαι σε καθοδική πορεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + βιβάζω «προχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.